- ικέσιος
- I
Επωνυμία του Δία ως προστάτη των ικετών. Η επωνυμία αυτή είναι συγγενική με την επωνυμία Ξένιος. Ο Δίας λατρευόταν ως Ι. στη Δήλο, στη Ρόδο, στη Θήρα, στην Κω και στην Αθήνα.II(1ος αι. π.Χ.). Γιατρός, οπαδός του Ερασίστρατου. Ίδρυσε δική του σχολή στη Σμύρνη. Ασχολήθηκε κυρίως με τη φαρμακολογία και τη διαιτητική. Ο Αθήναιος αναφέρει επαινετικά το σύγγραμμά του Περί Ύλης.* * *-ία, -ο (ΑΜ ἱκέσιος, -ον, θηλ. και -ία) [ικέτης]το θηλ. ως ουσ. η ικεσίαδέηση ικέτη, αίτηση βοήθειαςνεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η ικεσίαθερμή, ταπεινή παράκλησημσν.-αρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἱκέσιος (ενν. έμπλαστρος) είδος εμπλάστρουαρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκεσίαικέτευμα*2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ικέτη3. αυτός που αποτελείται από ικέτιδες4. ικετευτικός.
Dictionary of Greek. 2013.