ικέσιος

ικέσιος
I
Επωνυμία του Δία ως προστάτη των ικετών. Η επωνυμία αυτή είναι συγγενική με την επωνυμία Ξένιος. Ο Δίας λατρευόταν ως Ι. στη Δήλο, στη Ρόδο, στη Θήρα, στην Κω και στην Αθήνα.
II
(1ος αι. π.Χ.). Γιατρός, οπαδός του Ερασίστρατου. Ίδρυσε δική του σχολή στη Σμύρνη. Ασχολήθηκε κυρίως με τη φαρμακολογία και τη διαιτητική. Ο Αθήναιος αναφέρει επαινετικά το σύγγραμμά του Περί Ύλης.
* * *
-ία, -ο (ΑΜ ἱκέσιος, -ον, θηλ. και -ία) [ικέτης]
το θηλ. ως ουσ. η ικεσία
δέηση ικέτη, αίτηση βοήθειας
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ικεσία
θερμή, ταπεινή παράκληση
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἱκέσιος (ενν. έμπλαστρος) είδος εμπλάστρου
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκεσία
ικέτευμα*
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ικέτη
3. αυτός που αποτελείται από ικέτιδες
4. ικετευτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἱκέσιος — of masc nom sg ἱκέσιος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱκέσιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάτρης, Ικέσιος — (1799 – 1881). Αγωνιστής του 1821 και δημοσιογράφος. Αναφέρεται ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη, αλλά η καταγωγή του ήταν κρητική. Υπήρξε μαθητής του Κ. Κούμα και του Οικονόμου. Όταν πληροφορήθηκε την έναρξη της Επανάστασης, επέστρεψε στην Ελλάδα και… …   Dictionary of Greek

  • ἱκέσιον — ἱκέσιος of masc acc sg ἱκέσιος of neut nom/voc/acc sg ἱκέσιος of masc/fem acc sg ἱκέσιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκεσίων — ἱκέσιος of fem gen pl ἱκέσιος of masc/neut gen pl ἱκέσιος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκεσίοιο — ἱκέσιος of masc/neut gen sg (epic) ἱκέσιος of masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκεσίοις — ἱκέσιος of masc/neut dat pl ἱκέσιος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκεσίοισι — ἱκέσιος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἱκέσιος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκεσίου — ἱκέσιος of masc/neut gen sg ἱκέσιος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκεσίους — ἱκέσιος of masc acc pl ἱκέσιος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”